Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὰ Κεραύνια

См. также в других словарях:

  • κεραυνία — κεραυνίᾱ , κεραύνιος of a thunderbolt fem nom/voc/acc dual κεραυνίᾱ , κεραύνιος of a thunderbolt fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κεραυνίᾱ , κεραυνία fem nom/voc/acc dual κεραυνίᾱ , κεραυνία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κεραυνίᾱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνίᾳ — κεραυνίᾱͅ , κεραύνιος of a thunderbolt fem dat sg (attic doric aeolic) κεραυνίᾱͅ , κεραυνία fem dat sg (attic doric aeolic) κεραυνίαι , κεραυνίας thunder stricken masc nom/voc pl κεραυνίᾱͅ , κεραυνίας thunder stricken masc dat sg (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραυνία — Κεραυνίᾱ , Κεραύνιος of a thunderbolt fem nom/voc/acc dual Κεραυνίᾱ , Κεραύνιος of a thunderbolt fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραυνίᾳ — Κεραυνίᾱͅ , Κεραύνιος of a thunderbolt fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνία — Απόδοση στα ελληνικά της ρωμαϊκής ονομασίας για τα προϊστορικά πέτρινα εργαλεία και όπλα. Υπήρχε η πεποίθηση γι’ αυτά πως έπεφταν μαζί με τον κεραυνό (λίθοι του κεραυνού). Πρώτος ο Πλίνιος διατύπωσε την υπόθεση πως τα εργαλεία αυτά έπεφταν με τον …   Dictionary of Greek

  • Κεραύνια — Κεραύνιος of a thunderbolt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραύνια — κεραύνιον truffle neut nom/voc/acc pl κεραύνιος of a thunderbolt neut nom/voc/acc pl κεραύνιος of a thunderbolt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνίας — κεραυνίᾱς , κεραύνιος of a thunderbolt fem acc pl κεραυνίᾱς , κεραύνιος of a thunderbolt fem gen sg (attic doric aeolic) κεραυνίᾱς , κεραυνία fem acc pl κεραυνίᾱς , κεραυνία fem gen sg (attic doric aeolic) κεραυνίᾱς , κεραυνίας thunder… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραυνίας — Κεραυνίᾱς , Κεραύνιος of a thunderbolt fem acc pl Κεραυνίᾱς , Κεραύνιος of a thunderbolt fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραύνιος — α, ο (ΑΜ κεραύνιος, ία ον, Α καί ος, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραυνό ή αυτός που προκαλείται από τον κεραυνό («βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογί», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, κεραυνόπληκτος 2. κεραύνειος* 3. το αρσ.… …   Dictionary of Greek

  • Ceraunian Mountains — The Ceraunian Mountains (Albanian: Mal i Kanalit, Greek: Κεραύνια όρη, Keravnia ori; Latin: Cerauni montes) is a coastal mountain range in southwestern Albania. The name is derived from Ancient Greek Κεραύνια ὄρη[1][ …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»